- θωπευτής
- ὁ, θηλ. θωπεύτρια [θωπεύω]αυτός που χαϊδεύει ή κολακεύει κάποιον, ο κόλακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θωπευτής — ο αυτός που κάνει θωπείες, ο κόλακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… … Dictionary of Greek